- εμποδιστικός
- -ή, -ό (Α ἐμποδιστικός, -ή, -όν)1. αυτός που φέρει ή προκαλεί εμπόδια, που είναι εμπόδιο, που γίνεται για παρακώλυση, κωλυσιεργός2. ο απαγορευτικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐμποδιστικός — trammelling masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμποδιστικῶν — ἐμποδιστικός trammelling fem gen pl ἐμποδιστικός trammelling masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμποδιστικόν — ἐμποδιστικός trammelling masc acc sg ἐμποδιστικός trammelling neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμποδιστικαί — ἐμποδιστικός trammelling fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμποδιστικοί — ἐμποδιστικός trammelling masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμποδιστική — ἐμποδιστικός trammelling fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμποδιστικήν — ἐμποδιστικός trammelling fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)